μυροποιείο(ν)

μυροποιείο(ν)
το парфюмерная фабрика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μυροποιείο(ν)" в других словарях:

  • μυροποιείο — το το εργαστήριο ή εργοστάσιο τού μυροποιού, το αρωματοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυροποιός. Η λ., στον λόγιο τ. μυροποιεῖον, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μυροποιείο — το εργοστάσιο ή εργαστήριο που παρασκευάζει αρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»